ἐπιλαβή

English (LSJ)

ἡ,
A taking hold of, grasping, πέπλων τ' ἐπιλαβὰς ἐμῶν A. Supp.432 (lyr.).
2. handle, hold, ἐ. ἔχειν οὐδεμίαν Hp.Art.47.

German (Pape)

[Seite 955] ἡ, das Anfassen, πέπλων Aesch. Suppl. 427; Ort zum Anfassen, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de saisir.
Étymologie: ἐπιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλᾰβή: ἡ pl. хватание, схватывание (πέπλων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλᾰβή: ἡ, (ἐπιλαμβάνω) κράτησις, «πιάσιμον», πέπλων τ’ ἐπιλαβὰς ἐμῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. 2) λαβή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814.

Greek Monolingual

ἐπιλαβή, ἡ (Α) λαβή
1. το να πιάνεις κάποιον από κάπου («πέπλων τ’ ἐπιλαβὰς ἐμῶν», Αισχύλ.)
2. λαβή.