ἐπιμύσσω

English (LSJ)

laugh at, cj. in Luc.DMort.6.3: aor. 1 ἐπέμυξα Hsch.

German (Pape)

[Seite 964] = ἐπιμύζω, aber die VLL. citiren nur den aor. ἐπέμυξαν, den sie ἐπεμυκτήρισαν erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύσσω: ἐπιμυκτηρίζω ἐν Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 6. 3, ὑπὸ Hemst.· τοὺς ὀδόντας ἐπιμυγέντες ἀντὶ ἀπομυγέντες, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «καταγελασθέντες»· ― πρβλ. ἀποσμύχομαι ἐν ἐκδόσει Jacobitz ἀποσμυγέντες).

Greek Monolingual

ἐπιμύσσω (Α)
επιμυκτηρίζω.