ἐπιμυκτηρίζω
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
turn up the nose, mock at, Men.562.4.
German (Pape)
[Seite 964] dabei die Nase rümpfen, verhöhnen, Menand. bei Plut. qua quis rat. se ipse laud. 21.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμυκτηρίζω: насмехаться, издеваться Men. ap. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμυκτηρίζω: ἀνυψῶ τοὺς μυκτῆρας ἐναντίον τινός, ἢ ἐξάγω ἦχόν τινα ἐκ τῶν μυκτήρων πρὸς ἐμπαιγμόν τινος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 37. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπέμυξαν· ἐπεμυκτήρισαν….».
Greek Monolingual
ἐπιμυκτηρίζω (Α)
φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)].