ἐπινοητός

English (LSJ)

ἐπινοητή, ἐπινοητόν, conceivable, Vit.Philonid.p.10C., Phld.Mus. p.92 K.; object of thought, existing in the mind, S.E.M.8.38.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινοητός: выдуманный, воображаемый, мысленный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοητός: -ή, -όν, ὑπάρχων ἐν τῷ νῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 38.

Greek Monolingual

ἐπινοητός, -ή, -όν (Α) επινοώ
1. κατανοητός, εύληπτος
2. αυτός που υπάρχει στον νου.