κατανοητός

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κατανοώ
αυτός τον οποίο μπορεί να κατανοήσει κάποιος, εύληπτος, σαφής.