ἐπινόησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, thought, conception, Phld.Mort.36.
German (Pape)
[Seite 966] das Erdenken, Schol. Ar. Th. 772.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινόησις: -εως, ἡ, (ἐπινοέω) τὸ ἐπινοεῖν, ἐπινόημα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 334C.
-εως, ἡ, thought, conception, Phld.Mort.36.
[Seite 966] das Erdenken, Schol. Ar. Th. 772.
ἐπινόησις: -εως, ἡ, (ἐπινοέω) τὸ ἐπινοεῖν, ἐπινόημα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 334C.