ἐπινόημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό,
A thought, purpose, contrivance, Hp.Art.42, Antipho Soph.101; especially in Rhet., Ruf.Rh.p.404 H., Aristid.Rh.2p.521S., al.
2. conception, Epicur.Nat.130,137 G.
German (Pape)
[Seite 966] τό, das Gedachte, der Gedanke, Archil. 33; das Ersonnene, das Vorhaben, Antiph. bei Poll. 2, 228; Pol. 1, 8, 5 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινόημα: ατος τό замысел, затея, план Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινόημα: τό, σκέψις, ἐπινόημα, ἐπίνοια, Ἀρχίλ. 52, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Β΄. 228.
Greek Monolingual
το (AM ἐπινόημα) επινοώ
επινόηση, τέχνασμα, εφεύρημα
αρχ.
αντίληψη, κατανόηση.