(=ὁρκίζομαι ψεύτικα). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίορκος (ἐπί + ὅρκος τοῦ εἵργνυμι), ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη ἐπιορκία. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα εἵργνυμι.