ἐπιπακτόω
English (LSJ)
shut close, τὰς θύρας Ar.Fr.721.
German (Pape)
[Seite 967] zumachen, verschließen, θύρας, Ar. bei Poll. 10, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπακτόω: κλείω καλῶς, τὰς θύρας, «τῷ δὲ κλεῖσαι ἴσον τὸ πακτοῦν καὶ τὸ ἐπιπακτοῦν τὰς θύρας ἐστίν, ὥσπερ τῷ ἀνοίγειν ταὐτὸν τὸ λύειν, κτλ. Πολυδ. Ι΄, 27 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 608).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπακτόω: запирать (τὰς θύρας Arph.).