ἐπιπλέον

German (Pape)

[Seite 970] d. i. ἐπὶ πλέον, noch mehr, weiter, ausführlicher, Her., Thuc. u. A.

Greek Monolingual

(AM ἐπιπλέον και ἐπιπλεῖον και ἐπὶ πλέον και ἐπὶ πλεῖον)
επίρρ. περισσότερο, ακόμη περισσότερο, επιπρόσθετα, εκτός τών άλλων, όλο και πιο πολύ, παραπάνω.