ἐπιπωμασμός
English (LSJ)
ὁ, covering with a lid or cover, of an arrow, Eust. 1630.63.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπωμασμός: -οῦ, ὁ, τὸ καλύπτειν διὰ πώματος, Εὐστ. 1630. 63.
Greek Monolingual
ἐπιπωμασμός, ὁ (Μ) επιπωμάζω
βούλλωμα, σκέπασμα με πώμα.
ὁ, covering with a lid or cover, of an arrow, Eust. 1630.63.
ἐπιπωμασμός: -οῦ, ὁ, τὸ καλύπτειν διὰ πώματος, Εὐστ. 1630. 63.
ἐπιπωμασμός, ὁ (Μ) επιπωμάζω
βούλλωμα, σκέπασμα με πώμα.