πώμα
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Greek Monolingual
(I)
το / πῶμα, πώματος, ΝΑ
κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ' ἐπιθείη», Ομ. Οδ.)
αρχ.
τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῶμα (< pō-mn με επίθημα -μα τών ρηματικών ονομάτων, πρβλ. δράμα) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pō(i)- / pō-y- «προστατεύω, φυλάσσω, στεγάζω» με βουκολική σημ., στην οποία ανάγονται και οι τ. πῶυ «αγέλη», ποίμνη «κοπάδι», ποιμήν «βοσκός» (βλ. λ. ποιμένας), καθώς και το αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω»].
(II)
πώματος, τὸ, Α, και πόμα, -ατος, ΜΑ
1. καθετί που πίνεται, ποτό
2. (κατά τον Ησύχ.) ποτήρι
3. φρ. «τὰ ἀναγκαῖα πώματα» — πόσιμο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίνω.