ἐπιστατήρ

English (LSJ)

ἐπιστατῆρος, ὁ,
A = τὸ στόμα τῆς νεώς, Hsch.: and in plural, = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς, Id.
II. pl., = ἀγορανόμοι, Id.

German (Pape)

[Seite 983] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych., der es auch στόμα νεώς u. ἐπιστατῆρες = οἱ τῶν πλοίων νομεῖς d. i. ἐγκοίλια erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ., ὅστις καὶ ἑρμηνεύει αὐτὸ «τὸ στόμα τῆς νεώς», καὶ κατὰ πληθ., «ἀγορανόμοι, καὶ οἱ τῶν πλοίων νομεῖς».