ἐπιστεφής
English (LSJ)
ἐπιστεφές, Hom. only in phrase κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο bowls
A full of wine, Il.8.232, Od.2.431; ἐγκέρασον Χαρίτων κρατῆρ' ἐ. Lyr.Alex.Adesp.19.
II. garlanded, Εὐμενίδες ναρκίσσου ἐπιστεφέες πλοκαμῖδας Euph.94; ὕλης ἀγρίης ἐ., either full of jungle or crowned with.., Archil.21.2.
German (Pape)
[Seite 984] ές, bei Archiloch. frg. 9 die Insel Thasus ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής, mit Wald bedeckt; Hom. κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο, Il. 8, 232 Od. 2, 431, von den bis an den Rand mit Wein angefüllten Mischgefäßen, nicht bekränzt; Alte erkl. πλήρεις καὶ ὑπερχείλεις, μέχρι τῆς στεφάνης μεστούς; Buttm. Lexil. I p. 96 ff.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couronné de ; plein jusqu'au bord, entièrement plein de, gén..
Étymologie: ἐπιστέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστεφής:
1 наполненный до краев (κρητῆρες ἐπιστεφεῖς οἴνοιο Hom.);
2 увенчанный, покрытый, поросший (ὕλης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστεφής: -ές, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ φράσει κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο, κρατῆρας πλήρεις οἴνου μέχρι στεφάνης, Ἰλ. Θ. 232, Ὀδ. Β. 431, πρβλ. ἐπιστεφέω: ― κεκαλυμμένος ἔκ τινος πράγματος, ἥδε δ’ ὥστ’ ὄνου ῥάχις ἕστηκεν ὕλης ἀγρίης ἐπιστεφής, περὶ τῆς νήσου Θάσου, Ἀρχίλοχ. παρὰ Πλουτ. 2. 604C: ― μεταφ., ὅσοις ἐπιστεφὴς φρονήσεως ἡ κεφαλὴ Εὐστ. Πονημ. σ. 319, 66.
English (Autenrieth)
ές (στέφω): brimful.
Greek Monolingual
ἐπιστεφής, -ές (AM)
ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.)
μσν.
στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.)
αρχ.
φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» — κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεφής (< στέφος)].
Greek Monotonic
ἐπιστεφής: -ές, λέγεται για κούπες, ἐπιστεφέες οἴνοιο, γεμάτες μέχρι το στόμιο με κρασί (δηλ. ξέχειλες), σε Όμηρ.
Middle Liddell
ἐπιστεφής, ές
of bowls, ἐπιστεφέες οἴνοιο crowned (i. e. brimming high) with wine, Hom. [from ἐπιστέφω