[Seite 985] τό, der in die Mündung eines Gefäßes gesteckte Hahn, Vitruv. 3, 5, 16.
ἐπιστόμιον: (στόμα) τὸ πῶμα ἢ στρόφιγξ ὑδραγωγικοῦ σωλῆνος, ὡσαύτως ἐπιτόνιον, Βάρρων De Re Rusticâ 3. 5, 16, Βιτρούβ. 10. 13.