ἐπισυγχέω

English (LSJ)

in Pass., to be in confusion, τὰς περὶ θεοῦ δόξας.. ἐπισυγκεχύσθαι Ph.1.320codd. ἐπισυγχωννύω, cover up with earth, Gp.5.26.2.

German (Pape)

[Seite 986] (s. χέω), darüber zusammengießen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυγχέω: συγχέω προσέτι, τὰς περὶ θεοῦ δόξας Φίλων 1. 320.

Greek Monolingual

ἐπισυγχέω (Α)
προκαλώ μεγαλύτερη σύγχυση.