ἐπισυνθήκη

English (LSJ)

ἡ, additional article to a treaty, Schwyzer631.4 (Milet. (decree of Methymna), ii B. C.): pl., Plb.3.27.7.

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, Zusatz zu einem Bündniß, zweiter Vertrag, Pol. 3, 27, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυνθήκη: ἡ дополнительная (к договору) статья Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνθήκη: ἡ, πρόσθετον ἄρθρον ἐν συνθήκῃ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ὡς τὸ ἐπισπονδαί. Πολύβ. 3. 27, 7.

Greek Monolingual

ἐπισυνθήκη, ἡ (Α)
προσθήκη άρθρου σε προηγούμενη συμφωνία.