ἐπισφραγισμός

English (LSJ)

ὁ, confirmation, Sch.Hermog.in Rh.7.425W.

German (Pape)

[Seite 988] ὁ, = ἐπισφράγισις, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφρᾱγισμός: ὁ, ἐπιβεβαίωσις, μνημονεύεται ἐκ τῶν Ρητόρων (Walz): ‒ οὕτως, ἐπισφράγισις, εως, ἡ, αὐτόθι 7. 1319· ἐπισφράγισμα, τό, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 1, κτλ.