ἐπιτετμημένως

English (LSJ)

Adv., (ἐπιτέμνω) briefly, 'for short', ὀνομάζεσθαι Str.4.6.2; succinctly, Corn.ND35, Ptol.Tetr.107, Hld.2.32.

German (Pape)

[Seite 991] abgekürzt, zusammengezogen, Strab. IV, 202, öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτετμημένως: Ἐπίρρ. (ἐπιτέμνω), συντόμως, Στράβ. 202.