ἐπιτέμνω

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτέμνω Medium diacritics: ἐπιτέμνω Low diacritics: επιτέμνω Capitals: ΕΠΙΤΕΜΝΩ
Transliteration A: epitémnō Transliteration B: epitemnō Transliteration C: epitemno Beta Code: e)pite/mnw

English (LSJ)

Ion. ἐπιτάμνω, A fut. -τεμῶ Antyll. (v. infr.): aor. ἐπέτᾰμον: —cut upon the surface, make an incision into, gash, τὸ ἔσω τῶν χειρῶν Hdt.3.8, cf. 4.70; κατὰ μῆκος τὰς σάρκας Id.6.75; φλέβα Hp.Aër. 22; ἐ. τὴν σαυτοῦ κεφαλήν Aeschin.2.93:—Med., ἐπεὰν ἐπιτάμωνται τοὺς βραχίονας ἐς τὴν ὁμοχροίην Hdt.1.74; κατά τι in a place, Thphr. HP1.8.4.
2 make a further incision, opp. τέμνειν, Antyll. ap. Orib. 44.23.2.
II cut short, τὰ λοιπὰ τῶν ἐπιχειρημάτων Arist.SE174b29; λέγοντα ἐ. τινά Plb.28.23.3; τὰς προφάσεις Id.35.4.6, cf. 5.58.3; prune, Thphr. HP 6.6.6.
2 abridge, shorten, epitomize a book, Plu. Art.11:—Med., Luc.Pr.Im.16:—Pass., κεφαλαιωδέστατα -τετμημένα Epicur.Ep.1p.31U., cf. Phld.D. 3.14.
3 cut off the view, Man.2.115:—Pass., to be cut short, τὰ αὐτοσχέδια ἐ. Ph.2.582.

German (Pape)

[Seite 991] (s. τέμνω), auf der Oberfläche einschneiden, ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῦ σώματος Her. 4, 70, einen kleinen Einschnitt in den Leib machen; τὸ ἔσω τῶν χειρῶν 3, 8; im med., τοὺς βραχίονας, sich aufritzen, 1, 74; τὴν κεφαλήν, ritzen, Dem. 40, 32, wie Aesch. 2, 93; beschneiden, verschneiden, Theophr.; übertr., abkürzen, zusammenziehen, Plut.; auch med., ἐπιτεμοῦμαι τὴν ἀπολογίαν Luc. pro imag. 16; – τὰς προειρημένας γνώμας, praecidit, machte sie zunicht, Pol. 5, 58, 3; ἐπιτεμέσθαι, Ael. N. A. 12, 32.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιτεμῶ, ao.2 ἐπέτεμον;
I. faire une incision : τι sur une partie du corps;
II. couper en gén. :
1 enlever en coupant, couper : τὴν κεφαλήν DÉM la tête;
2 abréger, raccourcir, condenser;
Moy. ἐπιτέμνομαι;
1 inciser, couper : τι faire une incision sur qch;
2 abréger, résumer.
Étymologie: ἐπί, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτέμνω: ион. ἐπιτάμνω (fut. ἐπιτεμῶ, aor. ἐπέτᾰμον) тж. med.
1 надрезывать, рассекать (μαχαίρῃ τι Her.; τὴν αὑτοῦ κεφαλήν Aeschin.);
2 разрезать (κατὰ μῆκός τι Her.);
3 отрезать, отрубать (τὴν κεφαλήν Dem.);
4 урезывать, сокращать (τὰ ἐπιχειρήματα Arst.);
5 перебивать (λέγοντά τινα Polyb.);
6 отбрасывать, сводить к нулю (τὰς προφάσεις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτέμνω: Ἰων. -τάμνω: μέλλ. -τεμῶ: ἀόρ. β΄ ἐπέτεμον Ἀττ., ἐπέτᾰμον Ἰων. - Χαράττω τὴν ἐπιφάνειάν τινος δι’ ὀξέος ὀργάνου, λίθῳ ὀξέϊ τὸ ἔσω τῶν χειρῶν παρὰ τοὺς δακτύλους τοὺς μεγάλους ἐπιτάμνει Ἡρόδ. 3. 8· ἐπιταμόντες μαχαίρῃ 4. 70· σχίζω, ἐπιτάμνων κατὰ μῆκος τὰς σάρκας ὁ αὐτ. 6. 75· φλέβα Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· τραυματίζω, ἐπ. τὴν σαυτοῦ κεφαλὴν Αἰσχίν. Περὶ Παραπρ. 33 ἐν τέλει. ― Μέσ., ἐπεὰν ἐπιτάμωνται τοὺς βραχίονας, ἐγχαράξωσιν, ὁ αὐτ. 1. 74· κατά τι, εἴς τι μέρος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 4. II. συντέμνω, τὰ ἐπιχειρήματα Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 15, 8· διακόπτω, ὁ δὲ βασιλεύς, ἔτι λέγοντα τὸν πρεσβευτὴν ἐπιτεμών, οὐκ ἔφη προσδεῖσθαι, κτλ., Πολύβ. 28. 19, 3· ἀποσιωπῶ τι, τὰς προφάσεις ὁ αὐτ. 35. 4, 6, πρβλ. 5. 58, 3. 2) συντομεύω, συντέμνω, διηγοῦμαί τι ἐν συνόψει, Πλουτ. Ἀρτοξ. 11 (πρβλ. ἐπιτομή): ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 16. 3) ἀποκόπτω τὴν θέαν, Μανέθων 2. 115. ― Παθ., ἀποτέμνομαι, ἀπόλλυμαι, Φίλων 2. 582. ― Κατά Σουΐδ. «ἐπιτεμνόμενος, περικόψας».

Greek Monolingual

ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) τέμνω
συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῖλαι», Πλούτ.)
αρχ.
1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς δακτύλους τοὺς μεγάλους ἐπιτάμνει», Ηρόδ.)
2. τραυματίζω («ἐπιτεμών τήν σαυτοῦ κεφαλήν», Αισχίν.)
3. (για λόγο) κόβω, αφαιρώ, αποσιωπώ («καὶ τοιαύτας πορίζεσθαι προφάσεις, ὡς... ἐπιτέμνειν ἀδύνατον», Πολ.)
4. εμποδίζω τη θέα
5. διακόπτω τον ομιλητή («ὁ δέ βασιλεύς, ἔτι λέγοντα τὸν πρεσβύτην, ἐπιτεμών», Πολ.).

Greek Monotonic

ἐπιτέμνω: Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ ἐπέτᾰμον·
I. χαράζω την επιφάνεια, κάνω εντομή, σχίζω, τέμνω, κόβω, τραυματίζω, μαχαιρώνω, Λατ. incidere, σε Ηρόδ., Αισχίν. — Μέσ., ἐπιτάμνεσθαι τοὺς βραχίονας, να χαράξουν τα χέρια τους, σε Ηρόδ.
II. περικόπτω, διακόπτω, συντομεύω, συντέμνω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ionic -τάμνω fut. -τεμῶ aor2 ἐπέτᾰμον
I. to cut on the surface, make an incision into, gash, Lat. incidere, Hdt., Aeschin.:—Mid., ἐπιτάμνεσθαι τοὺς βραχίονας to gash their arms, Hdt.
II. to cut short, to abridge, Plut.