ἐπιτεύχω
English (LSJ)
make or build for, Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι Pi.O.8.32.
German (Pape)
[Seite 991] dazu verfertigen, in tmesi Pind. Ol. 8, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτεύχω: κατασκευάζω διά τι, Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι Πινδ. Ο. 8. 42.
English (Slater)
ἐπῐτεύχω construct Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι (O. 8.32)
Greek Monolingual
ἐπιτεύχω (Α)
(ποιητ. τ.) κατασκευάζω επί πλέον («Ίλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῡξαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεύχω «κατασκευάζω»].