ἐπιτηδέως
English (LSJ)
Adv. of ἐπιτήδεος, Ion. for ἐπιτήδειος (q.v.); suitably, conveniently, fitly, studiously, carefully, on friendly terms.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec soin.
Étymologie: ion. c. ἐπιτηδείως.
German (Pape)
ion. = ἐπιτηδείως.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτηδέως: ион. = ἐπιτηδείως.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτηδέως: Ἐπίρρ. τοῦ ἐπιτήδεος, Ἰων. ἀντὶ ἐπιτήδειος, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
ἐπιτηδέως: επίρρ. του ἐπιτήδεος, Ιων. αντί ἐπιτήδειος.
Middle Liddell
[adverb of ἐπιτήδεος, ionic for ἐπιτήδειος.]