conveniently
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. ἐπιτηδείως, συμφόρως, P. and V. προύργου (Euripides, Iphigenia in Tauris 309).
befittingly: P. and V. εὐπρεπῶς, συμμέτρως, πρεπόντως, P. προσηκόντως.
easily: P. and V. ῥᾳδίως, εὐμαρῶς (Plato but rare P.).
(the island) lies conveniently for the coasting voyage from both Italy and Sicily: P. τῆς τε γὰρ Ἰταλίας και Σικελίας καλῶς παράπλου κεῖται (ἡ νῆσος) (Thuc. 1, 36).