ἐπιφλύω

English (LSJ)

[ῡ], sputter at, τινι A.R.1.481.

German (Pape)

[Seite 1000] gegen Einen sprudeln, prahlen, Ap. Rh. 1, 481.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφλύω: ῡ, φλυαρῶ, λοιδωρῶ, τινὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 481.

Greek Monolingual

ἐπιφλύω (Α)
φλυαρώ εναντίον κάποιου, τον λοιδορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλύω, παράλλ. τ. του φλέω «πλημμυρίζω, φλυαρώ»].