ἐπιφωράω

German (Pape)

[Seite 1002] dabei ertappen, entdecken, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφωράω: μέλλ. -άσω, ἀνακαλύπτω ἔν τινι πράγματι, διακρίνω, Συνέσ. 292Β.