ἐπιφόρησις
German (Pape)
[Seite 1001] ἡ, das Zu-, Daraufbringen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφόρησις: -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, κόνεως Εὐστ. Πονημάτ. 321. 33.
Greek Monolingual
ἐπιφόρησις, ἡ (Μ) επιφορώ
προσθήκη, συσσώρευση.
[Seite 1001] ἡ, das Zu-, Daraufbringen, Eust.
ἐπιφόρησις: -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, κόνεως Εὐστ. Πονημάτ. 321. 33.
ἐπιφόρησις, ἡ (Μ) επιφορώ
προσθήκη, συσσώρευση.