ἐπιχυτήρ

English (LSJ)

ἐπιχυτῆρος, ὁ, = ἐπίχυσις III, Sm.Za.4.2.

German (Pape)

[Seite 1005] ῆρος, ὁ, ein Becher, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχῠτήρ: ῆρος, ὁ, ἀγγεῖον δι᾿ οὗ ἐπέχεον ὑγρόν τι, πρόχους, Σύμμ. ἐν Ζαχαρ. Δ΄, 2, πρβλ. ἐπίχυσις ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ἐπιχυτήρ, ὁ (Α)
έπίχυσις, πρόποση.