πρόποση
From LSJ
Greek Monolingual
η / πρόποσις, -όσεως, ΝΑ προπίνω
το να πίνει κανείς ποτό εις υγείαν ή προς τιμήν κάποιου
νεοελλ.
(λαογρ.) η ευχή που συνηθίζουν να δίνουν κατά τις συνεστιάσεις στον νοικοκύρη ή στα μέλη της οικογένειάς του ή στους συνδαιτημόνες, υψώνοντας ένα ποτήρι γεμάτο κρασί
αρχ.
1. το ποτό που προπίνει κανείς
2. η πόση πριν από το φαγητό
3. οινοποσία.