ἐποχεύς

English (LSJ)

ἐποχέως, ὁ, (ἐπέχω) brake, prob. for ἐποχλεύς (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1011] ὁ, Conj. für ἐποχλεύς, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποχεύς: ἐποχέως, ὁ, (ἐπέχω), ὁ ἐμποδίζων· ἴδε ἐν λ. ἐποχλεύς.