ἐράστρια

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἐραστής, lover, Eup.414; ἀλλοτρίων λεχέων Perict. ap. Stob.4.28.19, cf.Ael.NA3.40.

German (Pape)

[Seite 1017] ἡ, fem. zu ἐραστής, die Liebende, Perict. Stob. fl.. 85, 19; Poll. 3, 70; Ael. H. A. 3, 40. 4, 54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amante.
Étymologie: ἐράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐράστρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἐραστής, ἡ ἐρῶσα, «καὶ γυναῖκας ἐραστρίας Εὔπολις εἴρηκεν» Πολυδ. Γ΄. 50· μετὰ γεν., ὁκόθεν γὰρ ἐράστριαι τελέθουσιν ἀλλοτρίων λεχέων κτλ. Περικτυόνη παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. τ. 3 σελ 138 ἔκδ. Gaisf., Αἰλ. π. Ζ. 3. 40.

Greek Monolingual

η
βλ. εραστής.