εραστής

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) έραμαι
1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή
2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής του θεάτρου» β. «εραστής της μελέτης» γ. «εραστής του Πλάτωνος»)
3. οπαδός, ακόλουθος, διατεθειμένος με θαυμασμό (α. «oἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί», Πλάτ. β. «τῶν χριστιανῶν ἐραστής»)
νεοελλ.
(για θεατρική ειδικότητα) απόδοση του γαλλικού θεατρικού όρου jeune premier
αρχ.-μσν.
1. Ο θεός ως εραστής τών ψυχών («ἵνα τὸν ἁπάντων Δεσπότην Θεόν ἔχητε ἐραστήν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ο Χριστός ως εραστής της αγνότητας
3. ο πιστός χριστιανός ή ο ασκητής («ἐρασταὶ τοῦ ὑπερκοσμίου κάλλους», Γρηγ. Νύσσ.).