ἐρίζωος

English (LSJ)

ἐρίζωον, = πάνυ ζῶν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1028] lange lebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίζωος: -ον, μακρόβιος, Λατ. vivax, Γρηγ. Ναζ. ᾨδ. 6. 18, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐρίζωος, -ον (Α)
μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -ζώος (< ζω)].