μακρόβιος
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
μακρόβιον, (βίος)
A long-lived, Hp.Aër.4, Arist.Rh.1361b33, Apollod.2.1.5; of plants, Thphr. HP 4.13.1 (hence μακρόβιον, τό, = ἀείζωον τὸ μικρόν prob. cj. in Ps.-Dsc.4.89): Comp. μακροβιώτερος Str.15.1.34, Arr.Ind.9.4: Sup. μακροβιώτατος Hdt.3.114, Str.15.1.43; Αἰθίοπες οἱ μακρόβιοι, of a half-mythical, perhaps Abyssinian, people, Hdt.3.23, Orph.A.1107; αἱ M., nymphsat Rhodes, Hsch.
II (βιός) with a long bow, Glossaria on ἄβιος, EM3.23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit longtemps.
Étymologie: μακρός, βίος.
German (Pape)
lange lebend; Arist. rhet. 1.5; Luc. Macrob. 6 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
μακρόβιος: долго живущий, долговечный Her., Arst. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόβιος: -ον, (βίος) ὁ μακρὸν χρόνον ζῶν, Ἱππ. Ἀέρ. 282, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 1· μακροβιώτατος Ἡρόδ. 3. 114· - οἱ Μ., ἐπὶ φυλῆς Αἰθιοπικῆς ἢ Ἀβυσσινιακῆς πρὸς μεσημβρίαν τῆς Αἰγύπτου, αὐτόθι 23. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μακρόβιοι· αἱ νύμφαι. Ρόδιοι». ΙΙ. (βιὸς) ἔχων μακρὸν τόξον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγάλ. Ἐτυμολ.
Greek Monolingual
(I)
-α, -ο (AM μακρόβιος, -ον)
αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόζωος, πολύχρονος («καὶ κατὰ πάντα ἀέρα μακρόβιοι γεγόνασιν ἄνδρες», Λουκιαν.)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το μακρόβιο(ν)
η μακροβιότητα
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακρόβιοι
ημιμυθικός λαός της Αιγύπτου, πιθ. οι Αβησσυνοί
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Ροδίους) «Μακρόβιοι
αἱ νύμφαι»
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόβιον
το φυτό αείζωο το μικρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + βίος (πρβλ. αιωνόβιος)].
(II)
μακρόβιος, -ον (Α)
αυτός που έχει μακρύ τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρό- + βιός «τόξο»].
Greek Monotonic
μακρόβιος: -ον (βίος), αυτός που ζει πολλά χρόνια, σε Αριστ.· μακροβιώτατος, σε Ηρόδ.· οἱ Μακρόβιοι, λαός της Αιθιοπίας, στον ίδ.
Middle Liddell
μακρό-βιος, ον βίος
long-lived, Arist.; μακροβιώτατος Hdt.: —οἱ M., an Ethiopian people, Hdt.