ἐρίθυλος

English (LSJ)

ὁ, = ἐρίθακος, Sch.Ar.V.922.

German (Pape)

[Seite 1029] ὁ, = ἐρίθακος, Schol. Ar. Vesp. 927.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίθυλος: ὁ, = ἐρίθακος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 927.

Greek Monolingual

ἐρίθυλος, ὁ (Α)
ο ερίθακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίθακος].