ἐρειπιών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, heap of ruins, dub. in CIG2554.113 (Crete), dub. in Lyd.Mag.3.71.

German (Pape)

[Seite 1024] ῶνος, ὁ, Ort voll Trümmer, Trümmerstätte, Inscr. 2554.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρειπιών: -ῶνος, ὁ, σωρὸς ἐρειπίων, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγ. 2554. 113.

Greek Monolingual

ἐρειπιών, ὁ (Α) ερείπιο
1. σωρός από ερείπια
2. τόπος γεμάτος από ερείπια.