ἐριθακώδης

English (LSJ)

ἐριθακῶδες, full of ἐριθάκη 2, γραῖαι Epich.61.

German (Pape)

[Seite 1028] ες, dem obigen Vogel ähnlich, γραῖαι, Epicharm. bei Ath. VII, 318 e, vielleicht schwatzhaft.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἐρίθακος, λάλος, φλύαρος, ἐριθακώδεις γραῖαι Ἐπίχ. 33 Ahr.

Greek Monolingual

ἐριθακώδης, -ες (Α) εριθάκη
αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο φλύαρος («ἐριθακώδεις γραῖαι», Επίχ.).