ἐριθεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, = ἐρίθακος, Thphr. Sign.39, Arat 1025.

German (Pape)

[Seite 1029] ὁ, = ἐρίθακος, Arat. 1025, wie Schol. Ar. Vesp. 927.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑθεύς: έως, ὁ, = ἐρίθακος, Ἄρατ. 1025, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3, 2.

Greek Monolingual

ἐριθεύς, ὁ (Α)
ο ερίθακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίθακος].