ἐρικλυτός

English (LSJ)

ἐρικλυτόν, much-renowned, cj. for ἀγακλυτός, Orph.A.1030.

Greek Monolingual

ἐρικλυτός, -όν (Α)
περίφημος, ξακουστός, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλυτός «ἐνδοξος»].

German (Pape)

sehr berühmt, Orph. Arg. 1028.