ἐρινύω

English (LSJ)

v. Ἐρινύς ad fin.

German (Pape)

[Seite 1029] nach Paus. 8, 25, 5 ein arkadisches Wort, welches er durch θυμῷ χρῆσθαι, Zorn, Groll im Innern nähren, zürnen erkl. E. M. erkl. ὀργίζεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑνύω: εἶμαι ὠργισμένος, πλήρης ἀγανακτήσεως, Ἀρκαδικὴ λέξις ἐκ τοῦ Ἐρινύς, ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ὅτι τὸ θυμῷ χρῆσθαι καλοῦσιν ἐρινύειν οἱ Ἀρκάδες Παυσ. 8. 25. 6.

Greek Monolingual

ἐρινύω (Α) Ερινύς
είμαι αγανακτισμένος, εξοργισμένος, θυμώνω, οργίζομαι.