ἐρυθρίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, of ruddy complexion, opp. ὠχρίας, Arist.Cat.9b31, PPetr.3p.30 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1036] ὁ, der roth Aussehende, vgl. ὠχρίας, Arist. Categor. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθρίας: ου adj. m с красным цветом лица, краснолицый (οὐχ ὁ ἐρυθριῶν διὰ τὸ αἰσχυνθῆναι ἐ. λέγεται Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρίας: -ου, ὁ, ἔχων χροιὰν ἐρυθράν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὠχρίας, Ἀριστ. Κατηγ. 8, 15.

Greek Monolingual

ἐρυθρίας, ὁ (Α) ερυθρός
αυτός που έχει κόκκινο χρώμα.