ὠχρίας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, ὁ, one of a pale complexion, Arist.Cat.9b32.
German (Pape)
ὁ, Einer, der immer bleich ist, immer blaß aussieht, Arist. categ. 8.
Russian (Dvoretsky)
ὠχρίας: adj. m бледный, побледневший Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχρίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὠχρὸν πρόσωπον, «κιτρινιάρης», Ἀριστ. Κατηγ. 8. 15.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει ωχρή όψη, χλομό πρόσωπο, κιτρινιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + κατάλ. -ίας (πρβλ. ποικιλίας)].