ἐρωμανία

English (LSJ)

Ep. -ίη, ἡ, mad love, AP5.46 (Rufin.), 219 (Agath.), 254 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1040] ἡ, Liebesraserei, rasende Liebe, Rufin. 5 (V, 47); θαλερή Agath. 15 (V, 220). Vgl. ἐρωτομανία.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωμᾰνία: ἡ безумная (безрассудная) любовь Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωμανία: ἡ, ἐρωτικὴ μανία, ἐρωτομανία, Ἀνθ. Π. 5. 47, 220, 255.

Greek Monolingual

η (AM ἐρωμανία) ερωμανής
η ερωτομανία.