ἐσάλλομαι

French (Bailly abrégé)

ion. et poét. c. εἰσάλλομαι.

English (Slater)

ἐσάλλομαι leap into c. acc. γλαυκοὶ δὲ δράκοντες, πύργον ἐσαλλόμενοι (O. 8.38)