ἐσβιβάζω

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. εἰσβιβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσβιβάζω: ἐσβολή, ἐσδέχομαι, ἐσδίδωμι, ἐσδύω, ἔσειμι, ἴδε εἰσβιβάζω, εἰσβολή, κτλ.

Greek Monotonic

ἐσβιβάζω: ἐσ-βολή, ἐσ-δέχομαι, ἐσ-δίδωμι, βλ. εἰσ-.