ἐσκαταβαίνω
French (Bailly abrégé)
ion.
descendre dans.
Étymologie: εἰς, καταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐσκαταβαίνω: = εἰσκαταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσκαταβαίνω: ἴδε εἰσκαταβαίνω.
Greek Monotonic
ἐσκαταβαίνω: βλ. εἰσ-.
ion.
descendre dans.
Étymologie: εἰς, καταβαίνω.
ἐσκαταβαίνω: = εἰσκαταβαίνω.
ἐσκαταβαίνω: ἴδε εἰσκαταβαίνω.
ἐσκαταβαίνω: βλ. εἰσ-.