ἐσκεμμένως
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., deliberately, D.24.157, Lib.Ep. 61.7.
German (Pape)
[Seite 1042] überlegt, πράττειν, Dem. 24, 157; Schol. Thuc. 3, 112; Poll.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec réflexion, après réflexion.
Étymologie: ἐσκεμμένος, part. de ἔσκεμμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσκεμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ περισκέψεως, Δημ. 749. 8.
Greek Monolingual
και εσκεμμένα (AM ἐσκεμμένως)
επίρρ.
1. με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης:
2. με περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεμμένος, μτχ. παρακμ. του σκέπτομαι].
Greek Monotonic
ἐσκεμμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ., εκούσια, θεληματικά, συνειδητά, σε Δημ.