ἐστιχόωντο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. Moy. épq. de στιχάομαι.

Greek Monotonic

ἐστιχόωντο: γʹ πληθ. Επικ. Μέσ. παρατ. του στιχάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐστιχόωντο: эп. 3 л. pl. impf. med. к στιχάω.