στιχάομαι

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχάομαι Medium diacritics: στιχάομαι Low diacritics: στιχάομαι Capitals: ΣΤΙΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: sticháomai Transliteration B: stichaomai Transliteration C: stichaomai Beta Code: stixa/omai

English (LSJ)

Ep., used by Hom. only in Ep. 3pl. impf. ἐστιχόωντο: (Στίξ, στείχω):—march in rows or ranks, especially of soldiers, Il.2.92, 4.432, etc.; of ships in line, 2.516,602, etc.; of herdsmen with their herds, 18.577; of cattle, Theoc.25.126; κῆρας, ὅσαι στιχόωνται ἐπ' ἀγρούς Orph.L.272: of two persons marching, Il.3.266, 341.—Act. στιχάει is prob. in Il.15.635 (cf. ὁμοστιχάω); later Ep. στιχόωσι stand in rows, Arat.191, A.R.1.30, Mosch.2.142; part. neut. στιχόωντα Arat.372.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
seul. impf.
s'avancer en ligne.
Étymologie: *στίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στιχάομαι [~ στείχω] ep. imperf. 3 plur. ἐστιχόωντο, in rijen voortgaan, in het gelid oprukken.

Russian (Dvoretsky)

στῐχάομαι:
1 следовать или прибывать рядами, идти толпами (εἰς ἀγορήν Hom.);
2 следовать, шествовать, идти (ἐς μέσσον Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἐστιχόωντο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

στῐχάομαι: Ἐπικ. ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. γ΄ πληθ. τοῦ παρατ. ἐστιχόωντο· (*στίξ. στιχάς, στείχω)· - βαίνω κατὰ σειρὰς ἢ κατὰ τάξεις, μάλιστα ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἰλ. Β. 92, Δ. 432, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πλοίων παρατεταγμένων ἢ ἐν γραμμῇ. Β. 516, 602, κτλ.· ἐπὶ ποιμένων μετὰ τῶν ποιμνίων αὐτῶν, Σ. 577· ἐπὶ βοσκημάτων, Θεόκρ. 25. 126· - ἐπὶ δύο ἀνθρώπων ὁμοῦ, Ἰλ. Γ. 266, 341. - Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. εὑρίσκομεν τὸ ἐνεργ. στιχόωσι ἀμεταβάτως, ἀκριβῶς, ἀκριβῶς ὡς τὸ στιχάομαι, ἐπὶ δένδρων ἱσταμένων κατὰ σειράς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 30, Μόσχ. 2. 142, Ἄρατ. 191, Ὀρφ. Λιθ. 269· μετοχ. οὐδετ. στιχόωντα, Ἄρατ. 372.

English (Autenrieth)

ipf. ἐστιχόωντο: move in ranks, march, advance, of soldiers, herdsmen, ships, Il. 18.577, Il. 2.516.

Greek Monolingual

Α στίχος
(επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ' ἅλιοι δελφῖνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῦροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ.
β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

στῐχάομαι: αποθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἐστιχόωντο (*στίξβαδίζω σε γραμμή ή σε σειρά, λέγεται ιδίως για στρατιώτες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για παρατεταγμένα πλοία, στο ίδ.· ομοίως χρησιμοποιείται για τους βοσκούς με τα κοπάδια τους, στο ίδ.· μεταγεν., Επικ. γʹ πληθ. στιχόωσι, με την ίδια σημασία, σε Μόσχ.

Middle Liddell

στῐχάομαι, [*στίξ
Dep. to march in rows or ranks, especially of soldiers, Il.; of ships in line, Il.; of shepherds with their herds, Il.: later, we have epic 3rd pl. στιχόωσι in same sense, Mosch.