ἐστρωμένος

Greek (Liddell-Scott)

ἐστρωμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ στορέννυμι, «στρωμένος» Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 159.

English (Woodhouse)

(see also: στορέννυμι) covered with a pall