στορέννυμι

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στορέννυμι Medium diacritics: στορέννυμι Low diacritics: στορέννυμι Capitals: ΣΤΟΡΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: storénnymi Transliteration B: storennymi Transliteration C: storennymi Beta Code: store/nnumi

English (LSJ)

v. στόρνυμι.

German (Pape)

[Seite 949] (sterno, stravi), Sp. verkürzt στόρνυμι, und durch Buchstabenumstellung στρώννυμι (s. diese unten besonders), fut. στορέσω, att. στορῶ (παραστορῶ Ar. Equitt. 484), aor. ἐστόρεσα, auch στρώσω u. ἔστρωσα, perf. pass. gew. ἔστρωμαι, aor. pass. ἐστορέσθην u. häufiger ἐστρώθην, Hesych. führt auch ἐστορήθην an; – breiten, auseinander-, hinbreiten; bes. λέχος στορέσαι, das Lager hinbreiten, bereiten, Il. 9, 621. 660; vgl. δέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ πορφύρε' ἐμβαλέειν στορέσαι τ' ἐφύπερθε τάπητας, 24, 644 ff; δέμνια στόρεσαν, Od. 4, 301; auch ῥῆγος, βοέην u. ä., 13, 73. 20, 2; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 6, 139; – ἀνθρακιἡν στορέσας, den Kohlenhaufen auseinanderbreiten, Il. 9, 213; auch πόντον, das Meer glatt machen, nach dem Sturme besänftigen, daß es nicht mehr Wellen schlägt, Od. 3, 158, wie τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. 7, 193; ἁλκυόνες στορεσεῦντι τὰ κύματα, Theocr. 7, 57; τὸ κῦμα ἐστορέσθη D. C. 39, 42. – Dah. übertr., τὴν δ' ἀτέραμνον στορέσας ὀργήν, den Zorn mildernd, ablegend, Aesch. Prom. 190; στορέσαι τὸ φρόνημά τινος, Jemandes Hochmuth demütigen, dämpfen, Thuc. 6, 18; auch τὴν δύναμιν, hinstrecken, Epigr. bei Lycurg. 109; und ὁδόν, den Weg ebenen, bahnen, mit Steinen belegen, pflastern, D. C. 67, 14; ἐστρωμένη ὁδός, Her. 2, 138. – Intrans., sich hinstrecken, hinlegen, Anacr. 30, 3; vgl. Wagner Alciphr. 1, 1; so erkl. man fälschlich Od. 19, 598, σὺ δὲ λέξεο τῷδ' ἐνὶ οἴκῳ, ἢ χαμάδις στορέσας, ἤ τοι κατὰ δέμνια θέντων, wo λέχος zu ergänzen, vgl. 20, 2.

French (Bailly abrégé)

f. στορέσω, att. στορῶ, ao. ἐστόρεσα;
Pass. ao. ἐστορέσθην, pf. ἐστόρεσμαι, pqp. ἐστορέσμην;
1 étendre (une couche, un tapis, etc.);
2 abs. χαμάδις στ. OD faire le lit à terre ; recouvrir en étendant, joncher, tapisser : εἵμασι πόρον ESCHL étendre des étoffes sur un chemin;
3 aplanir, rendre uni : πόντον OD aplanir la surface de la mer ; τὸ κῦμα HDT abattre les vagues, calmer les flots ; fig. ὀργήν ESCHL apaiser la colère ; τὸ φρόνημα THC abattre l'orgueil.
Étymologie: R. Στορ, étendre ; cf. στόρνυμι et στρώννυμι, lat. sterno, stratus, torus p. *storus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στορέννυμι zie στόρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

στορέννῡμι: στόρνῡμι, στρώννῡμι и στρωννύω (fut. στορέσω, aor. ἐστόρεσα - эп. στόρεσα, ион. ἔστρωσα; imper. στόρνυ; pass.: aor. ἐστορέσθην, pf. ἔστρωμαι)
1 стлать, расстилать, постилать (δέμνια Hom., Soph.; κλίνην Her.; λέχος τινί Arph.): χαμάδις σ. Hom. стлать (постель) на полу;
2 разгребать (ἀνθρακιήν Hom.);
3 разглаживать, успокаивать (πόντον Hom.; θάλασσαν Theocr.): τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. взволнованное море улеглось;
4 валить (πλάτανον δαπέδοις Anth.);
5 смирять, подавлять (τὸ φρόνημά τινος Thuc.);
6 ослаблять, унимать (ὀργήν Aesch.; τὸ λῆμά τινος Eur.);
7 устилать (πέδον πετάσμασιν Aesch.); усеивать (τὴν ὁδὸν μυρσίνῃσι Her.);
8 выкладывать, мостить (ἐστρωμένη ὁδὸς λίθου Her.): ἔδαφος λίθων πλαξὶ ἐστρωμένον Luc. пол, выложенный каменными плитами;
9 med. растягиваться (на чем-л.), ложиться Anacr.

Greek Monolingual

Α
βλ. στρώνω.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡρακλ: 702, (κατα-) Ὀδ. Ρ. 32· προστ. στόρνυ Ἀριστοφ. Εἰρ. 844· μετοχ. στορνύντες, στορνύντα Ἡρόδ. 7. 54, Σοφ. Τρ. 902· σύνθετ. καστορνῦσα Ὀδ. Ρ. 32· κατὰ μετάθ., στρώννῡμι Αἰσχύλ. Ἀγ. 909, πρβλ. Κωμικ. Ἀνώνυμ. 17· ὡσαύτως στρωννύω, Ἀριστείδ. 1. 216, πρβλ. Ἀθήν. 48D· προστ. στρώννῡ Κωμικ. Ἀνων. 17· παρατατ. ἐστρώννυον Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 8, κ. Μᾶρκ. ια΄, 8· -μέλλ. στορέσω Θεόκρ. 6. 33· Ἀττ. στορῶ (παρα-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 481, (ὑπο-) Εὔβουλ. ἐν «Προκρ.» 1· ὡσαύτως στρώσω (ὑπο-) Εὐρ. Ἑλ.59, Ἄμφ. ἐν. Ἀδήλ. 10· καὶ στρωννύσω (ἐπι-) Λουκ. Φιλόπατρ. 24· - ἀόρ. ἐστόρεσα. Ἐπικ. στόρεσα Ὅμ., Ἀττικ.· ὡσαύτως ἔστρωσα Ἡρόδ. 6. 139, Τραγικ.· - ὑπερσυντ. ἐστρώκειν Ἡλιόδ. 4. 16, (κατ-) Βάβρ. 34. - Μέσ., στόρνῠμαι (ὑπο-) Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16· παρατατ. ἐστόρνυντο Θεόκρ. 22. 33· - μέλλ. στρώσομαι Ἑβδ.· - ἀόρ. ἐστορεσάμην. Ἐπικ. στ-, Θεόκρ. 13. 33, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 375, (ὑπ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030· ὡσαύτως ἐστρωσάμην Θέοκρ. 21. 7. - Παθ., ἀπαρ. στόρνυσθαι (ὑπο-) Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16· μέλλ. στρωθήσομαι Χρησμ. Σιβ. 5. 437· - ἀόρ. ἐστορέσθην Πλούτ. 2. 787Ε, Δίων Κ. 74. 13, (κατ-) Ἱππ. 16. 26· ἐστορήθην Ἡσύχ.· ἐστρώθην (κατ-) Διόδ. 14. 114· - πρκμ. ἐστόρεσμαι Θεόδ. Πρόδρ.· ἔστρωμαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 159, Εὐρ. Μήδ. 380, Θουκ. κλπ.· - ὑπερσ. ἐστόρεστο Δίων Κ. 74. 13, Ἱμέρ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 369. 22· ὡσαύτως ἔστρωτο Ἰλ. Κ. 155, Ἡρόδ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΟΡ, ἴδε κατωτ., ὅθεν πιθ. τὸ στρατός· πρβλ. Σανσκρ. star, str-nômi, stri-nâmi, star-as (lorus)· Ζενδ. śtar (sternere), śtair-is (στρῶμα)· Λατ. ster-no, stra-men, stra-mentum, καὶ (ἐκπεσόντος τοῦ s) tor-us· Γοτθ. strau-ja (στρώννυμι)· Ἀρχ. Γερμ. strâo (strew), stro-wes (straw)· Λιθ. stra-je (straw)· Σλαυ. po-stel-ja (στρωμνή). Κυρίως, ἐξαπλώνω ἐπὶ κλίνης τὰ σκεπάσματα, λέχος στορέσαι, lectum sternere, «στρώνω τὸ κρεββᾶτι», Ἰλ. Ι. 621, 660· οὕτω, δέμνια, τάπητας, στ. Ὀδ. Δ. 301, Ν. 73, Ἰλ. Ω. 798· στορνὺς δέμνια Σοφ. Τρ. 902· κλίνην ἔστρωσαν Ἡρόδ. 6. 139· στ. τινὶ λέχος Ἀριστοφ. Εἰρ. 844· λέκτρα σοι ἀντὶ γάμων ἐπιτύμβια Ἀνθ. Π. 7. 604· - ὡσαύτως ἀπολ. ἄνευ τοῦ λέχος ἢ δέμνια, στρώνω κλίνην, χαμάδις στορέσας Ὀδ. Τ. 599· στρῶσον ἡμῖν ἔνδον Μάχων παρʹ Ἀθην. 581Β, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. θ´, 34· πρβλ. στρῶμα, στρωμνή. β) καθόλου, καταστρώνω, ἐξαπλώνω, διασπείρω, ἀνθρακιήν στ. Ἰλ. Ι. 34· φιτροὺς στ. καθύπερθεν ἐλαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 405· στιβάδας εἰς ὁδὸν Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ια´, 8· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συχν. παρὰ Θεοκρ. οἷον 13. 33, κ. ἀλλ. 2) ἐξαπλώνω ὁμαλῶς, ἐξομαλύνω, ἐπιπεδώνω, πόντον στ., Λατ. sternere aequor, Ὀδ. Γ. 158, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. 33. 15, Θεόκρ. 7. 57, κτλ.· τὸ κῦμα ἔστρωτο Ἡρόδ. 7. 193· αἰθὴρ ἐστόρεσεν δίνας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1155· καὶ τὸ μοναδικόν: ἡ θάλαττα τὴν γαλήνην ἐστ. Ἀλκίφρων 1. 1 (ἔνθα ἐπὶ πᾶσι πρβλ. Wagner)· - μεταφορ., πραΰνω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, ἀτέραμνον στορέσας ὀργὴν Αἰσχύλ. Πρ. 190· [φθόνου] στορεσθέντος Πλούτ. 2. 787Ε. β) καταβάλλω εἰς τὸ ἔδαφος, ἐξαπλώνω, καταρρίπτω, πλάτανον δαπέδῳ Ἀνθ. Π. 9. 247· καὶ μεταφορ., Μήδων στ. δύναμιν Σιμωνίδ. 93· λῆμα στόρνυσι χρόνος τὸ σὸν Εὐρ. Ἡράκλ. 702· ἵνα Πελοποννησίων στορέσωμεν τὸ φρόνημα Θουκ. 6. 18. 3) ὁδὸν στ., καταστρώνω δρόμον, Λατ. viam sternere, viam stratam facere, λίθοις Δίων Κ. 67. 14, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 3148. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 818. 7. - Παθ., ἐστρωμένη ὁδὸς Ἡρόδ. 2. 138. ΙΙ. στρώνω τι μέ τι πρᾶγμα, μυρσίνῃσι τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 7. 54, πρβλ. 8. 99· πετάσμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 209, πρβλ. 921, Πλάτ. Πολ. 372Β· - Παθητ., ἐπὶ δωματίου, εἶμαι ἐστρωμένος, ἔχω στρώματα, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ιδ´, 15. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἐκτείνομαι μέχρι τινός, στορέσας Νικ. Θηρ. 25, Ἀνακρεόντ. 30. 3. - Πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α´, σ. 774.

Greek Monotonic

στορέννῡμι: συντετμ. στόρνυμι, προστ. στόρνυ· με μετάθεση, στρώννυμι, παρατ. ἐστρώννυον, μέλ. στορέσω, Αττ. στορῶ, επίσης στρώσω· αόρ. ἐστόρεσα, Επικ. στόρεσα, επίσης ἔστρωσα· υπερσ. ἐστρώκειν — Μέσ., αόρ. αʹ ἐστορεσάμην, Επικ. στ-, επίσης ἐστρωσάμην· — Παθ., παρακ. ἔστρωμαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἔστρωτο (√ΣΤΟΡI. 1. α) απλώνω, στρώνω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι, λέχος στορέσαι, Λατ. lectum sternere, στρώνω το κρεβάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλίνην ἔστρωσαν, σε Ηρόδ.· απόλ., στρώνω το κρεβάτι, χαμάδις στορέσας, σε Ομήρ. Οδ. β) γενικά, απλώνω, διασπείρω, διαχέω, ἀνθρακιὴν στορέννυμι, σε Ομήρ. Ιλ.· στιβάδας, σε Καινή Διαθήκη 2. α) απλώνω ομοιόμορφα, εξομαλύνω, πόντον στορέννυμι, Λατ. sternere aequor, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, στορέσας ὀργήν, σε Αισχύλ. β) φέρνω στο έδαφος, ξαπλώνω, καταρρίπτω ένα δέντρο, σε Ανθ.· μεταφ., λῆμα στορέννυμι, σε Ευρ.· φρόνημα, σε Θουκ.
3. ὁδὸν στορέννυμι, στρώνω με πλάκες έναν δρόμο, Λατ. viam sternere — Παθ., ἐστρωμένη ὁδός, σε Ηρόδ.
II. διασπείρω ή στρώνω με κάτι, μυρσίνῃσι τὴν ὁδόν, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για δωμάτιο, είμαι στρωμένος, έχω στρώματα, έπιπλα, είμαι εξολοκλήρου ή πλήρως επιπλωμένος, σε Καινή Διαθήκη· πρβλ. στρῶμα.

Greek (Liddell-Scott)

στορέννῡμι: δὲν εἶναι εὔχρηστον, εἰ καὶ τὸ παθ. στορέννῠμαι ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Θεόκρ. 7. 59· - συντετμημένον στόρνῡμι Εὐρ.

Frisk Etymological English

στορεύς See also: s. στόρνυμι.

Middle Liddell

[The Root is !στορ.]
I. to spread the clothes over a bed, λέχος στορέσαι, Lat. lectum sternere, to make up a bed, Il.; κλίνην ἔστρωσαν Hdt.; absol. to make a bed, χαμάδις στορέσας Od.
b. generally to spread, strew, ἀνθρακιὴν στ. Il.; στιβάδας NTest.
2. to spread smooth, level, πόντον στ., Lat. sternere aequor, Od.:—metaph. to calm, soothe, στορέσας ὀργήν Aesch.
b. to level, lay low a tree, Anth.: metaph., λῆμα στ., Eur.; φρόνημα Thuc.
3. ὁδὸν στ. to pave a road, Lat. viam sternere:—Pass., ἐστρωμένη ὁδός Hdt.
II. to strew or spread with a thing, μυρσίνηισι τὴν ὁδόν Hdt.:—Pass., of a room, to be ready furnished, NTest.; cf. στρῶμα.

Frisk Etymology German

στορέννυμι: στορεύς
{storénnumi}
See also: s. στόρνυμι.
Page 2,802

Mantoulidis Etymological

(στρωννύω = στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, καταβάλλω). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + πρόσφυμα νυ + μι → στόρνυμι. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → στορέννυμι. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → στρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στρατός, στρατεύω, στρατιά, στρατιώτης, στρατιωτικός, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατόπεδον, στρῶμα, στρωματεύς, στρωματόδεσμον (=δερμάτινος σάκος ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), κατάστρωμα, στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), στρῶσις, στρωτήρ, στρώτης, κατάστρωσις, στρωτός, ἄστρωτος, λιθόστρωτος, στρωμνή.